- χαριτοβλέφαρος
- -ον, ΜΑ1. αυτός που έχει βλέφαρα όμοια με τα βλέφαρα τών Χαρίτων2. αυτός που έχει ωραίο βλέμμααρχ.το ουδ. ως ουσ. τὸ χαριτοβλέφαρον φυτό που χρησίμευε για την παρασκευή φίλτρων.[ΕΤΥΜΟΛ. < χάρις, -ιτος + -βλέφαρος (< βλέφαρον), πρβλ. ἰο-βλέφαρος, καλλι-βλέφαρος].
Dictionary of Greek. 2013.